Ρέθυμνο – Tο Kάστρο του «Kόμη της Μάλτας»

Eνα ξεχασμένο κάστρο «λέει» μια ιστορία για την ελευθερία

Σε κάθε τόπο της Κρήτης ακούς τους αιώνες να σου μιλούν και να σου διηγούνται ιστορίες από τα μακρινά τους βάθη. Αγναντεύεις το τοπίο, ψηλά βουνά και βαθιά φαράγγια δίπλα σε παιχνιδιάρικα ακρογιάλια, ρουφάς τον αλμυρό αέρα και νιώθεις την ευθύνη σου να βαραίνει. Βλέπεις τις εικόνες περασμένων καιρών να ζωντανεύουν και τις μορφές των προγόνων να σε κοιτάζουν στα μάτια όταν διαβαίνεις τα μονοπάτια που πάτησαν και τα κάστρα που πολέμησαν.
Ένα τέτοιο αποξεχασμένο κάστρο βρίσκεται στην κορυφή του απόκρημνου βουνού Κάστελος, κοντά στον οικισμό Μονοπάρι του Απάνω Βαρσαμόνερου, στην επαρχία Ρεθύμνου.
Ακολουθώντας ένα δύσβατο ανηφορικό μονοπάτι προχωρούμε προς το κάστρο. Οι δύο μισοερειπωμένοι πύργοι του φαντάζουν σαν αποπετρωμένα προϊστορικά θηρία.
Το φρούριο αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 1206 από το Γενουάτη αρχιπειρατή Enrico Pescatore, ή «κόμη της Μάλτας» όπως τον αποκαλούσαν.Μετά τη Δ’ Σταυροφορία του 1204, ο Βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των σταυροφόρων, προκειμένου να αποκαταστήσει στο θρόνο του Βυζαντίου τον πατέρα του Ισαάκιο Β’ Άγγελο. Ανάμεσα στα ανταλλάγματα που έδωσε ήταν και η Κρήτη, την οποία παραχώρησε στον αρχηγό της σταυροφορίας Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, ο οποίος με τη σειρά του την πούλησε στους Βενετούς για 5.000 χρυσά δουκάτα.
Η Βενετία όμως ήταν τότε απασχολημένη με τις κτήσεις της στην Πελοπόννησο και το Αιγαίο και έτσι βρήκε ευκαιρία ο Pescatore να καταλάβει την Κρήτη το 1206. Το πρώτο του μέλημα ήταν να οχυρώσει το νησί και, εκτός από τα μεγάλα φρούρια της Σητείας, του Χάνδακα και του Ρεθύμνου, έχτισε και άλλα μικρότερα, περίπου δέκα τον αριθμό, σε καίρια σημεία του νησιού. Ένα από αυτά ήταν και το Bonriparo.

Το φρούριο είχε τείχη και πύργους μόνο από τη βόρεια πλευρά του βουνού, καθώς οι απότομοι γκρεμοί από τα ανατολικά, δυτικά και νότια τού παρείχαν τέλεια φυσική προστασία. Μέσα στον επίπεδο χώρο του φρουρίου υπήρχαν τρία κτίρια που αποτελούσαν τα καταλύματα της φρουράς, αποθήκες και δεξαμενές νερού.
Η θέα από το φρούριο απλώνεται σε ολόκληρο σχεδόν το νομό Ρεθύμνου, μέχρι τη Γεωργιούπολη και το Ακρωτήρι. Τριγύρω οι απότομοι γκρεμοί που καταλήγουν σε βαθιά φαράγγια κόβουν κυριολεκτικά την ανάσα. Απέναντι από το κάστρο, προς τα βόρεια, βρίσκεται ο μικρός οικισμός Μονοπάρι, που έχει παραφρασμένο το όνομα Bonriparo ή Bonrepare. Προφανώς ο οικισμός αποτελούσε το βούργο του φρουρίου, καθώς αναφέρεται σε όλες τις βενετσιάνικες απογραφές. Το 1583 είχε 198 κατοίκους, που ήταν κυρίως τεχνίτες, οι οποίοι εξυπηρετούσαν ανάγκες της φρουράς.

Το φρούριο Bonriparo έγινε η αιτία να ξεσπάσει στη δυτική Κρήτη μια επανάσταση που σε όλες τις φάσεις της διήρκεσε 19 ολόκληρα χρόνια, από το 1217 μέχρι το 1236. Ήταν η επανάσταση των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών, γνωστή και ως επανάσταση των «Δύο Συβρίτων», επειδή τα στρατόπεδα των επαναστατών ήταν στις δύο ορεινές επαρχίες του Ρεθύμνου, στην Απάνω Σύβριτο (Αμάρι) και στην Κάτω Σύβριτο (Άγιος Βασίλειος).
Η αιτία για να ξεσπάσει αυτή η μεγάλη επανάσταση δόθηκε από μια ζωοκλοπή! Ο καστελάνος του φρουρίου, Πέτρος Φιλικάνεβος (Pietro Filicanevo), έκλεψε άλογα και αιγοπρόβατα που ανήκαν στον ισχυρό αρχοντορωμαίο Ιωάννη Σκορδίλη. Εκείνος αντέδρασε έντονα και ζήτησε από το δούκα του Βασιλείου της Κρήτης Παύλο Κουρίνο να αποδώσει δικαιοσύνη. Ο δούκας, όμως, που ήταν γνωστός για τις παρατυπίες και την εχθρική του συμπεριφορά στους ορθόδοξους Κρητικούς, αδιαφόρησε ή δε θέλησε να επαναφέρει στην τάξη τον καστελάνο. Τότε ο Σκορδίλης πήρε πίσω βίαια περισσότερα ζώα από όσα του είχαν κλέψει οι Βενετοί. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αρχή της μεγάλης επανάστασης.
Αρχηγοί του αγώνα ήταν ο Κωνσταντίνος Σεβαστός Σκορδίλης και ο Μιχαήλ Μελισσηνός.
Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν, οι Βενετοί νικήθηκαν πολλές φορές και ολόκληρη η δυτική Κρήτη, από το Μυλοπόταμο μέχρι τα Χανιά και την Κίσσαμο, πέρασε κάτω από τον έλεγχο των επαναστατών.

Οι Βενετοί αντιλήφθηκαν ότι με τη βία των όπλων δε θα είχαν κανένα αίσιο αποτέλεσμα και αντικατέστησαν το δούκα Παύλο Κουρίνο με τον Δομήνικο Δελφίνο (Delphino), ο οποίος με τη διπλωματία κατάφερε γρήγορα να συμφιλιωθεί με τους επαναστάτες. Με τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1219 παραχωρήθηκαν στους αρχηγούς της επανάστασης ιπποτικά φέουδα και προνόμια. Απελευθερώθηκαν 75 Κρητικοί αιχμάλωτοι και κατοχυρώθηκαν προνόμια στους μοναχούς της μονής του Αγίου Ιωάννη της Πάτμου, που ήταν στο Στύλο Αποκορώνου, και για πρώτη φορά θεσπίστηκαν ποινές για όσους Βενετούς παρανομούσαν σε βάρος των χωρικών της Κρήτης. Οι αρχηγοί της επανάστασης με τη σειρά τους δήλωσαν πίστη στη Βενετία και εκείνη τους αναγνώρισε ως άρχοντες, ισότιμους με τους Βενετούς.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1922, ο Θεόδωρος και ο Μιχαήλ Μελισσηνός ξεσηκώνουν νέα επανάσταση εξαιτίας της εγκατάστασης νέων Βενετών αποίκων, για να υπογραφεί νέα συνθήκη με την παραχώρηση και πάλι δύο ιπποτικών φέουδων στους επαναστάτες.
Το 1228, με δούκα της Κρήτης τον Ιωάννη Στορλάδο, οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί ξεσηκώνουν νέα επανάσταση. Αυτή τη φορά συμμετέχουν οι Αρκολέοι και οι Δρακοντόπουλοι και ο δούκας αναγκάζεται να ζητήσει βοήθεια από το δούκα της Νάξου Άγγελο Σανούδο, ο οποίος, προσβλέποντας σε οφέλη, έστειλε το γιο του Μάρκο Σανούδο, που έχτισε το φρούριο της Σούδας και πολέμησε με γενναιότητα κατά των επαναστατών.
Από την πλευρά τους οι επαναστάτες αρχοντορωμαίοι ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, ο οποίος ανταποκρίθηκε στέλνοντας στρατιωτική βοήθεια με 33 πλοία, αλλά σύντομα ο βυζαντινός στόλος αποχώρησε για να μην καταστραφεί ολοσχερώς από τους Βενετούς.
Και αυτή η επαναστατική έκρηξη τελείωσε με νέα συνθήκη, που παραχωρούσε πάλι προνόμια και φέουδα στους επαναστάτες Νικόλαο Σεβαστό Δαιμονογιάννη και Μιχαήλ Μελισσηνό. Οι Δρακοντόπουλοι, που δεν έβαλαν το συμφέρον πάνω από το εθνικό τους φρόνημα, αρνήθηκαν τα προνόμια και τα φέουδα και συνέχισαν να πολεμούν. Το αποτέλεσμα ήταν να κηρυχτούν κοινοί εχθροί των Βενετών και των αρχοντορωμαίων Σκορδίλων και Μελισσηνών. Οι Δρακοντόπουλοι μετέφεραν τον αγώνα στην ανατολική Κρήτη, ώσπου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και να φύγουν στη Μικρά Ασία.
Αυτά μας διηγήθηκε σήμερα αυτό το ξεχασμένο κάστρο, εδώ στην κορυφή του Κάστελου, που έχει παραδοθεί στη λήθη και τη φθορά του χρόνου. Η σημερινή του εικόνα δεν έχει να πει τίποτα στον ανυποψίαστο ή αδιάφορο επισκέπτη.
Εκείνος, όμως, που ξέρει να αφουγκράζεται την ψυχή της Κρήτης θα ακούσει στους πύργους και στις πολεμίστρες του να λυσσομανούν οι θύελλες της ιστορίας και ίσως τότε να καταλάβει γιατί αυτό το νησί έμεινε τόσους αιώνες σκλαβωμένο, καθώς και ποια λάθη και ποια συμφέροντα και τότε και τώρα κρατούσανε και κρατούνε τις δυνάμεις του εγκλωβισμένες.

ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αναδημοσίευση από τη «Νέα Κρήτη».

2 σκέψεις σχετικά με το “Ρέθυμνο – Tο Kάστρο του «Kόμη της Μάλτας»”

  1. Το φρούριο Μονοπάρι, ή, Bonriparo, όπως το ονόμαζαν οι Βενετοί, οικοδομήθηκε στη Δεύτερη Βυζαντινή Περίοδο, μετά το 961, μετά δηλαδή την εκδίωξη των Αράβων από τον Νικηφόρο Φωκά. Ο Pescatore το βρήκε κτισμένο. Άλλωστε στην πενταετία που έμεινε στην Κρήτη, ήταν αδύνατο να χτίσει τα 12 φρούρια που του αποδίδονται. Κάποιες επιδιορθώσεις, ίσως τις έκανε για να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει.
    Το Μονοπάρι είναι φρούριο μεσοβυζαντινό με φάση βενετσάνικη.
    Κατερινα Μυλοποταμιτάκη, Αρχαιολόγος (13η Ε.Β.Α.)

Σχολιάστε

Κρήτη – Crete – Creta