Κνωσσός
To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 – 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.
Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 – 2.000 κατοίκους.
Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η »έπαυλη του Διονύσου» με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.
Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν »Μακρύτοιχος», παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.
Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα σημαντικότερα στην Ευρώπη. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλες τις περιόδους της κρητικής προϊστορίας και ιστορίας, που καλύπτουν περίπου 5.500 χρόνια, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Κυρίαρχη θέση, όμως, στις συλλογές του κατέχουν τα μοναδικά αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, την οποία μπορεί κανείς να θαυμάσει σε όλη της την εξέλιξη. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η σημαντικότερη στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν μουσείο του μινωικού πολιτισμού.
Το κτήριο, όπου στεγάζεται, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και κατασκευάσθηκε μεταξύ των ετών 1937 και 1940, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Στην ίδια θέση κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας βρισκόταν η καθολική μονή του Αγίου Φραγκίσκου, που καταστράφηκε από σεισμό το 1856. Το κτήριο του μουσείου είναι αντισεισμικό και αποτελεί σημαντικό δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού κινήματος στην Ελλάδα, βραβευμένο με έπαινο Bauhaus στο Μεσοπόλεμο. Κατάφερε να συνδυάσει τις σύγχρονες τότε τάσεις της αρχιτεκτονικής, λαμβάνοντας υπ’ όψη το περιεχόμενο των αρχαιολογικών συλλογών, να εξασφαλίσει καλό φυσικό φωτισμό, με φεγγίτες από την οροφή και στο ψηλότερο μέρος των τοίχων, και να διευκολύνει την ελεύθερη κίνηση μεγάλων ομάδων επισκεπτών. Οι χρωματισμοί και τα υλικά κατασκευής, όπως και τα πολύχρωμα φλεβωτά μάρμαρα, παραπέμπουν στις τοιχογραφικές μιμήσεις ορθομαρμαρώσεων των μινωικών κτηρίων. Ο αρχιτέκτονας προέβλεψε, ακόμη, τη δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων του μουσείου. Το κτήριο είναι διώροφο και διαθέτει εκτεταμένους εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια, σχεδιαστήριο, βιβλιοθήκη, γραφεία και ένα σπουδαίο τμήμα, την Επιστημονική Συλλογή, όπου φυλάσσονται και μελετώνται πολλά από τα ευρήματα. Στο μουσείο λειτουργούν, επίσης, πωλητήριο εκμαγείων μισθωμένο για λογαριασμό του Tαμείου Αρχαολογικών Πόρων, κυλικείο, καθώς και πωλητήριο δελταρίων και διαφανειών.
Ακολουθεί video από την εκπομπή “Μένουμε Ελλάδα” της ΝΕΤ.
Σε αυτή τη σελίδα του ιστολογίου μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τον Μινωικό Πολίτισμό.
Τέλος σε αυτή τη σελίδα του ιστολογίου υπάρχουν φωτογραφίες από τον Αρχαιολογικό χώρο της Κνωσσού.
…….. English version ……..
Knossos
Knossos is the site of the most important and better known palace of Minoan civilization. According to tradition, it was the seat of the legendary king Minos. The Palace is also connected with thrilling legends, such as the myth of the Labyrinth with the Minotaur, and the story of Daidalos and Icaros.
The site was continuously inhabited from the Neolithic period (7000-3000 B.C.) until Roman times.
The Linear B tablets (Mycenaean script) of the 14th century B.C. mention the city as ko-no-so.
Intensive habitation occured mostly in the Minoan period, when the so-called first (19th-17th centuries B.C.) and second palaces (16th-14th centuries B.C.) were built along with luxurious houses, a hospice and various other structures. After its partial destruction in 1450 B.C., Knossos was settled by Mycenaeans from the Greek Mainland.
The city flourished again during the Hellenistic period (sanctuaries of Glaukos, Demeter, other sanctuaries, chamber tombs, north cemetery, defensive towers) and in 67 B.C. it was captured by the Roman Quintus Caecilius Metelus Creticus. The «Villa of Dionysos», a private house with splendid mosaics was built in the same period.
Knossos was discovered in 1878 by Minos Kalokairinos. Arthur Evans conducted systematic excavations at the site between 1900 and 1931, bringing to light the palace, a large section of the Minoan city, and the cemeteries. Since then, the site and the surrounding area have been excavated by the British School of Archaeology at Athens and the 23rd E.P.C.A.
ΗThe restoration of the palace to its present form was carried out by Arthur Evans. The interventions were mostly imposed by the need to preserve the monuments uncovered. The Archaeological Service of the Ministry of Culture carries out only consolidation work, whenever necessary.
Herakleion Archaeological Museum
The Herakleion Archaeological Museum is one of the largest and most important museums in Greece, and among the most important museums in Europe. It houses representative artefacts from all the periods of Cretan prehistory and history, covering a chronological span of over 5,500 years from the Neolithic period to Roman times. The singularly important Minoan collection contains unique examples of Minoan art, many of them true masterpieces. The Herakleion Museum is rightly considered as the museum of Minoan culture par excellence worldwide.
The museum, located in the town centre, was built between 1937 and 1940 by architect Patroklos Karantinos on a site previously occupied by the Roman Catholic monastery of Saint-Francis which was destroyed by earthquake in 1856. The museum’s antiseismic building is an important example of modernist architecture and was awarded a Bauhaus commendation. Karantinos applied the principles of modern architecture to the specific needs of a museum by providing good lighting from the skylights above and along the top of the walls, and facilitating the easy flow of large groups of people. He also anticipated future extensions to the museum. The colours and construction materials, such as the veined polychrome marbles, recall certain Minoan wall-paintings which imitate marble revetment. The two-storeyed building has large exhibition spaces, laboratories, a drawing room, a library, offices and a special department, the so-called Scientific Collection, where numerous finds are stored and studied.
Here below you can follow a video as broadcasted by the natinal channel NET at “We stay in Greece” daily show.
Last but not least here is a page of this blog with pictures from Knossos.